Monthly Archives: Ιουνίου 2020

Οι Κοπρίτες (των Σταγιατών) / Ελεύθεροι Άνθρωποι – Ελεύθερα νερά [Ντοκυμαντέρ]

Αλίευση από Τοπικοποίηση

Τι μπορεί να κάνει σε ένα μικρό χωριό του Πηλίου ένα τσούρμο «κοπριτών» και «μπαχαλάκιδων»; Η μάχη που δίνουν οι κάτοικοι των Σταγιατών για το νερό ξεκινάει πολλά χρόνια πίσω, ενώ η παρουσία του δημάρχου Βόλου στο χωρίο για «επιθεώρηση» είναι μόνο η άκρη του νήματος της ιστορίας. Οι δημόσιοι χώροι, η λαϊκή συνέλευση του χωριού, οι σχέσεις αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης που έχουν αναπτύξει οι κάτοικοι, και η «εμφιαλωμένη» αγορά του Βόλου που ανθεί, συμπληρώνουν περιγραφικά το παζλ για το τι συμβαίνει στις Σταγιάτες.

  • Παραγωγή: Βασίλης Βήττας, Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος
  • Σκηνοθεσία: Βασίλης Βήττας
  • Κάμερα: Αδριανός Σερβετάς, Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος
  • Μοντάζ: Βασίλης Βήττας, Σίμος Πλουμπίδης
  • Συμμετέχοντες: Βαγγέλης Γαλανόπουλος, Μαρία Τεχνοπούλου, Νίκος Κερασιώτης
  • Μουσική: Santa Bella – Σαν ταμπέλα: (Διασκευή) – Ανάθεμα τον αίτιο | Λέσβος Αλκίνοος Ιωαννίδης – Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας Βόλου – Το νερό των Σταγιατών

 

-Μωρό μου πότε θα γίνει κάτι με μας; -Όταν γίνει η δίκη του Noor1

Αλιεύθηκε από το Βαθύ Κόκκινο

Η είδηση που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και συνεπώς τα περισσότερα σχόλια από τους χρήστες του twitter, αυτή την στιγμή, είναι κάτι που γνωστοποίησε η ιστοσελίδα της εφημερίδας «Εθνος» και η οποία αναφέρει ότι και τρίτος ανακριτής που επρόκειτο να ασχοληθεί με την υπόθεση του ναρκόπλοιου του Μαρινάκη, ζήτησε μετάθεση. 

Οπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης μας, από κάποιες χαρακτηριστικές τοποθετήσεις χρηστών αυτού του μέσου που αναφέραμε, αυτή η εξέλιξη αντιμετωπίζεται κύρια με σκωπτικό και χιουμοριστικό τρόπο.

Αυτή είναι όμως μια επιφανειακή αίσθηση. Αυτό που ουσιαστικά πηγάζει από όλα τα σχόλια είναι μια απαξίωση της αστικής «δικαιοσύνης», κάτι που είναι ολοφάνερο από τις φωτοσυνθέσεις και την ειρωνεία η οποία δεν προβάλλεται καν καλυμμένη, αλλά με σαρκασμό και απευθύνεται στην κυβέρνηση όπως και στη λεγόμενη «δικαστική εξουσία».

Μάλιστα, ορισμένοι χρήστες του διαδικτύου θεωρούν ότι ο Μαρινάκης είναι ο ουσιαστικός πρωθυπουργός της Ελλάδας και προεξοφλούν ότι όλη αυτή την ιστορία θα την φάει το σκοτάδι.

noor1-14

Read the rest of this entry

Βιτριολιστές και βιτριολίστριες

Άρθρο του Παύλου Μεθενίτη από Efsyn

vitrioli-story-statistics

Το βιτριόλι είναι το θειικό οξύ, ένα ισχυρό διαβρωτικό υγρό. To ανακάλυψε ο Αραβας αλχημιστής του 8ου αιώνα Αμπού Μούσα Τζαμπίρ ιμπν Χαγιάν αλ-Αζντί, ενώ έναν αιώνα αργότερα ο Πέρσης γιατρός και αλχημιστής Ιμπν Ζακαρίγια αλ-Ραζί κατόρθωσε να το παραγάγει με ξηρή απόσταξη ορυκτών. Η μέθοδός του διαδόθηκε στην Ευρώπη από μεταφρασμένα αραβικά και περσικά εγχειρίδια, που συμπεριλήφθηκαν σε βιβλία αλχημιστών, όπως ο Γερμανός Albertus Magnus του 13ου αιώνα. Το βιτριόλι ήταν μία από τις αγαπημένες ουσίες των αλχημιστών του Μεσαίωνα, ίσως η πιο σημαντική απ’ όλες που χρησιμοποιούσαν για να δημιουργήσουν την περίφημη φιλοσοφική λίθο. Σημειωτέον πως η φιλοσοφική λίθος ήταν εκείνη η θρυλική ουσία, το άπιαστο όνειρο των αλχημιστών, που εάν υπήρχε αφενός θα μετέτρεπε βασικά μέταλλα, όπως ο υδράργυρος, σε χρυσάφι, και αφετέρου θα εξασφάλιζε στον τυχερό κάτοχό της την αιώνια ζωή…

Η λέξη «βιτριόλι» είναι μεταφορά στα ελληνικά του γαλλικού «vitriol», από το λατινικό «vitriolum/vitreolum», ουδέτερο του επιθέτου «vitreolus», δηλαδή «υαλώδης», από το «vitrum», που σημαίνει «γυαλί». Η ονομασία του οξέος οφείλεται, λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στην υαλώδη όψη που παρουσιάζουν συχνά τα θειικά άλατα. Αυτό το λατινικό βίτρουμ, το γυαλί, έχει δώσει και το βιτρό (vitraux, στον ενικό vitrail), δηλαδή το υαλογράφημα, αλλά και τη βιτρίνα, τη γυάλινη προθήκη.

Εάν το πρόσωπο είναι η βιτρίνα της ψυχής, επειδή προβάλλει τα συναισθήματά μας, τότε η καταστροφή του με την ομόρριζη λέξη βιτριόλι είναι ακόμα μια ετυμολογική ειρωνεία. Ομως, η ρίψη βιτριολιού στο πρόσωπο με σκοπό την τύφλωση, την παραμόρφωση, την πρόκληση σοβαρότατων βλαβών ή ακόμα και τον θάνατο, για λόγους τιμωρίας ή εκδίκησης, έχει ένα σαφές φυλετικό και σεξιστικό πρόσημο.

Οι περισσότεροι νομίζουν πως κατά κύριο λόγο βιτριόλι ρίχνει κάποια γυναίκα σε κάποιον άντρα, επειδή αυτός την παράτησε ή την απάτησε ή την κακομεταχειρίστηκε ή και τα τρία μαζί. Ασφαλώς πολλές περιπτώσεις επίθεσης με βιτριόλι εντάσσονται σ’ αυτήν την κατηγορία, ειδικά στην Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά εάν ανοίξουμε το πλάνο, που λένε και στον κινηματογράφο, θα δούμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία: διεθνώς, σύμφωνα με την Acid Survivors Trust International (Διεθνή Ενωση Επιζώντων από Οξύ), τα περισσότερα θύματα επίθεσης με οξύ είναι γυναίκες, ενώ οι περισσότεροι βιτριολιστές ανήκουν στο ανδρικό φύλο…

Read the rest of this entry

The Wire: μια σπουδή στο χρώμα

Άρθρο του Θωμά Τσαλαπάτη από την Efsyn

the_wire

«Αν είναι να δεις μια σειρά και μόνο το Wire αρκεί». Την ατάκα αυτή την ακούς συχνά από δυο τελείως διαφορετικές κατηγορίες θεατών. Από αυτούς που πιστεύουν πως οι τηλεοπτικές σειρές είναι χάσιμο χρόνου και πως ελάχιστα πράγματα αξίζουν και από αυτούς που έχουν εντρυφήσει στο πώς, το πού και το πότε της τηλεοπτικής αφήγησης σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχουν πλήρη εποπτεία. Προσωπικά παρακινήθηκα να το δω από την εμμονή φίλων πεζογράφων και σκηνοθετών. Είναι μέρος άλλωστε της όλης διαδικασίας: όταν τελειώνεις το Wire προσπαθείς να πείσεις τους πάντες να κάνουνε το ίδιο. Αυτόν τον σκοπό πιστεύω πως επιτελεί και αυτό το άρθρο.

Η τελική αφορμή για την προσωπική μου παρακολούθηση στάθηκε μια απρόσμενη συνάντηση με τη σειρά στη βιογραφία του David Foster Wallace, «Every love story is a ghost story». Η σειρά ήταν η αγαπημένη του Wallace. Μάλιστα ο –για πολλούς- σημαντικότερος πεζογράφος των τελευταίων δεκαετιών, σκεφτόταν σοβαρά να γράψει ένα δοκίμιο με θέμα το Wire, επεξηγώντας πως το καλύτερο γράψιμο αυτή τη στιγμή στην Αμερική συντελείται στο πλαίσιο τηλεοπτικών σειρών.

Το The Wire δεν έχει την επιθετική φωτογένεια άλλων σειρών, το εντυπωσιακό concept που θα σε τραβήξει με την πρώτη αναφορά της υπόθεσης. Βλέποντας την πρώτη σεζόν εντυπωσιάζεσαι από τους διαλόγους, αλλά έχεις την αίσθηση πως βλέπεις μια ακόμη αστυνομική σειρά. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις γιατί το Wire αποτελεί τη σειρά που διεύρυνε όσο καμία άλλη την τηλεοπτική αφήγηση όταν καταλαβαίνεις πως κεντρικό θέμα δεν είναι οι αστυνομικοί, οι έμποροι της πρέζας και το μεταξύ τους κυνήγι, αλλά η πόλη.

Η πόλη της Βαλτιμόρης, με τους θεσμούς, τα αδιέξοδα και την απόγνωσή της. Η πόλη που είναι η οποιαδήποτε αμερικανική πόλη στην εποχή των εξαρτήσεων, της κατάρρευσης της εργατικής τάξης, της αυτοματοποίησης της εργασίας και της ανεργίας. Η οικουμενική αφήγηση του Wire προκύπτει από την εστίαση στη λεπτομέρεια, την πόλη ως πραγματικό ντοκουμέντο όπου θα στηθούν οι ήρωες, οι σχέσεις και οι αφηγήσεις τους.

Οι δημιουργοί της σειράς γνωρίζουν ακριβώς για τι πράγμα μιλάνε. Ο David Simon ήταν για χρόνια υπεύθυνος του αστυνομικού ρεπορτάζ στην Baltimore Sun, ενώ ο Ed Burns υπήρξε ντετέκτιβ στο τμήμα ανθρωποκτονιών και δάσκαλος σε σχολείο της περιοχής. Ταυτόχρονα σε μια σειρά από ρόλους επιστρατεύτηκαν πραγματικά πρόσωπα της Βαλτιμόρης: αστυνομικοί, βαποράκια, πρώην μεγαλέμποροι ναρκωτικών που αλλαξοπίστησαν. Ολα αυτά συνετέλεσαν στο να δώσουν στη σειρά όχι απλώς μια αίσθηση αληθοφάνειας, αλλά μια ένταση ντοκουμέντου. Η ακριβής αναπαράσταση είναι όμως μόνο ένα από τα χαρακτηριστικά που κατέστησαν τη σειρά ως τη σημαντικότερη όλων των εποχών.

Το The Wire δανείζεται τον πυρήνα του από την αρχαία τραγωδία. Εδώ δεν έχουμε το μοτίβο της μάχης του ανθρώπου ενάντια στον εαυτό του, αλλά του ανθρώπου ενάντια στους θεούς. Στη θέση των θεών οι δημιουργοί τοποθετούν τους θεσμούς. Την αστυνομία, το λιμάνι της πόλης, τους πολιτικούς, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα μέσα ενημέρωσης. Είναι οι θεσμοί αυτοί που γκρεμίζουνε τους ανθρώπους. Γιατί μπορεί η σειρά να κινείται γύρω από το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά αυτό είναι μόνο το πρώτο επίπεδο. Στην πραγματικότητα το θέμα του Wire είναι το τέλος της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Οπως διευκρινίζει ο David Simon, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών στην πραγματικότητα έχει πια μεταμορφωθεί σε πόλεμο κατά των υποβαθμισμένων τάξεων. Και σε πόλεις όπως η Βαλτιμόρη, όταν μιλούμε για κατώτερες τάξεις μιλάμε για Αφροαμερικανούς.

Ενα 70% του καστ της σειράς είναι μαύροι. Πολλοί, -συμπεριλαμβανομένου και του Simon- πιστεύουν πως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο η σειρά είχε χαμηλή ακροαματικότητα. Σύνθετο και αυθεντικό το The Wire σε διδάσκει το χρώμα του αδιεξόδου στις σύγχρονες αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Εδώ που η τάξη και το χρώμα ταυτίζονται, εδώ που το να πουλάς πρέζα στη γωνία είναι ένας από τους μόνους επαγγελματικούς προσανατολισμούς.

Οι ήρωες του The Wire απεικονίζουν τον αμερικανικό εφιάλτη και επεξηγούν χωρίς πομπώδεις ρητορικές μια σειρά από φαινόμενα για τα οποία δεν μιλούν άμεσα. Την άνοδο του Τραμπ και του ρατσισμού, την καθημερινή δολοφονία μιας ολόκληρης φυλής στους αμερικανικούς δρόμους, τη συσσωρευμένη οργή των αδικημένων που μαζεύεται μέσα στη σιωπή. Τη δίκαιη αυτή οργή που στις μέρες μας ξεσπά στους δρόμους.

Άρθρο του Θωμά Τσαλαπάτη από την Efsyn

Σημείωση kyan : Από τους ίδιους δημιουργούς αξίζουν επίσης και οι σειρές Treme (αφορά στην μετά-Κατρίνα ιστορία της Νεάς Ορλεάνης) και το Generation Kill (ακολουθεί τον ρεπόρτερ του Rolling Stones που καταγράφει την επέμβαση στη Βαγδάτη το 2003 από τις ΗΠΑ).

Strange Fruit: η ιστορία ενός τραγουδιού, η ιστορία ενός χρώματος, η ιστορία μιας χώρας

Αναδημοσίευση από Groucho Marxism

«Τα δέντρα του νότου κουβαλούν ένα περίεργο φρούτο. Αίμα στα φύλλα και αίμα στη ρίζα. Μαύρα σώματα να λικνίζονται στο νότιο αεράκι. Περίεργο φρούτο κρεμασμένο από τις λεύκες// Ποιμενικές σκηνές στον ηρωικό Νότο. Τα διογκωμένα μάτια, το παραμορφωμένο στόμα. Αρωμα μανόλιας, γλυκό και φρέσκο. Υστερα η ξαφνική μυρωδιά της καμένης σάρκας. // Να ένα φρούτο για να ραμφίσουν τα κοράκια. Να το μαζέψει η βροχή, να το ρουφήξει ο αέρας. Να το σαπίσει ο ήλιος, το δέντρο να το ρίξει. Να ένα περίεργο φρούτο και να μια πικρή σοδειά.»

strange-fruit-story

Το τραγούδι φυσικά περιγράφει την εικόνα του λιντσαρίσματος. Τα «παράξενα φρούτα» δεν είναι άλλα από τα σώματα των απαγχονισμένων μαύρων στις πολιτείες του Νότου. Χτίζοντας πάνω στην αντίθεση του εκτεθειμένου σώματος που σαπίζει και την ομορφιά της φύσης που ανθίζει, το τραγούδι καταφέρνει να ενσαρκώσει με ελάχιστους στίχους τη βαθιά αμερικανική αρρώστια. Γράφτηκε το 1937 από τον Εϊμπελ Μίροπολ (λευκό εβραϊκής καταγωγής και μέλος τότε του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος) και ηχογραφήθηκε πρώτη φορά το 1939 από την Μπίλι Χόλιντεϊ. Την πρώτη φορά που τραγουδήθηκε ζωντανά στο προοδευτικό Café Society της Νέας Υόρκης δεν υπήρξε ούτε ένα χειροκρότημα για να το υποδεχτεί. Τα τραγούδια διαμαρτυρίας ήταν την περίοδο εκείνη ένα άγνωστο είδος. Ενας άνθρωπος κάπου στο βάθος της αίθουσας άρχισε να χειροκροτά. Στη συνέχεια τον ακολούθησε ολόκληρη η αίθουσα. Μια νέα περίοδος για το αμερικανικό τραγούδι είχε μόλις γεννηθεί.

Το χειροκρότημα θα συνεχιστεί και στις επόμενες εμφανίσεις της «Lady Day» καθώς το τραγούδι θα γίνει σταθερό κομμάτι του τελετουργικό των εμφανίσεων της. Και το τελετουργικό είχε συγκεκριμένους κανόνες. Η Χόλιντεϊ λέει το τραγούδι πάντοτε στο τέλος. Οι σερβιτόροι έχουν σταματήσει να σερβίρουν, όλα τα φώτα της αίθουσας παραμένουν κλειστά, εκτός από ένα φως που λούζει την τραγουδίστρια. Η Χόλιντεϊ ξεκινά να τραγουδάει με τα μάτια κλειστά σαν να προσεύχεται. Και το τραγούδι ήταν προσευχή καθώς επίσης «ιστορικό ντοκουμέντο», «κήρυξη πολέμου» και «η αρχή του κινήματος των κοινωνικών δικαιωμάτων», όπως κατά καιρούς χαρακτηρίστηκε. Ταυτόχρονα ήταν και ένας τρόπος η τραγωδία των Αφροαμερικανών να φτάσει σε λευκά αυτιά, να συγκινήσει και να διδάξει με τρόπο άμεσο και αναπόδραστο. Και το τραγούδι τα κατάφερε. Υπήρξε το πιο πετυχημένο τραγούδι της Μπίλι Χόλιντεϊ, πουλώντας πάνω από 1 εκατομμύριο δίσκους τη χρονιά που κυκλοφόρησε (έπειτα από πολλές δυσκολίες και αρνήσεις), διασκευάστηκε από άπειρους καλλιτέχνες, τραγουδήθηκε σε πορείες και σήμερα κατέχει εμβληματική θέση.

Φυσικά υπήρχαν και αντιδράσεις και η Χόλιντεϊ δεν μπορούσε να εμφανιστεί σε μια σειρά από πολιτείες. Σε πολλές περιπτώσεις το κοινό και οι ιδιοκτήτες των κέντρων τραμπούκισαν τόσο την τραγουδίστρια όσο και τους μουσικούς της εξαιτίας του. Αυτό όμως δεν την πτοούσε. Αυτό που της έδινε κουράγιο σε κάθε εμφάνισή της ήταν η εικόνα του πατέρα της, όπως λέει η ίδια, την οποία ανακαλούσε σε κάθε εκτέλεση. Ο Κλάρενς Χόλιντεϊ, μουσικός και ο ίδιος, θα πεθάνει το 1937. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου είχε εκτεθεί σε αέρια μουστάρδας που του προκάλεσαν επιπλοκές στους πνεύμονες. Θα πεθάνει σε ένα νοσοκομείο του Τέξας σε μια πτέρυγα αποκλειστικά για μαύρους με τους γιατρούς να του αρνούνται ιατρική περίθαλψη. Λιγότερο δολοφονημένος από Γερμανούς και περισσότερο από Αμερικάνους.

Οι φωνές των μεγάλων Αφροαμερικανών τραγουδιστριών κουβαλούν και αιχμαλωτίζουν για πάντα στο βάθος τους τον λυγμό ενός ολόκληρου έθνους, τον συλλογικό πόνο ως εξατομικευμένο ήχο, το τραγούδι ως λύτρωση από την αδικία και το μίσος. Ξεπερνούν τον χρόνο και τον χώρο και αφηγούνται μια ιστορία παλιά όσο και ο άνθρωπος. Οι μέρες του George Floyd κουβαλούν αυτό το τραγούδι. Μας υπενθυμίζουν το πώς στις Ηνωμένες Πολιτείες το χρώμα είναι ταξικός προσδιορισμός. Και πάνω απ’ όλα το χρώμα είναι καταγωγή. Οχι καταγωγή της γεωγραφίας, αλλά καταγωγή του μίσους και του διαχωρισμού. Ο λόγος που μπορούμε να συγκινηθούμε με το τραγούδι αυτό, ο λόγος που μπορούμε να εξοργιστούμε με τα γεγονότα των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι ακριβώς πως τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν εικόνες και ήχους από έναν μακρινό κόσμο. Εξελίσσονται εκεί. Αλλά συμβαίνουν δίπλα μας. Ο ρατσισμός και η φυλετική βία, ο διαχωρισμός και η αστυνομική αυθαιρεσία είναι νότες και στο δικό μας πικρό τραγούδι. Περίεργα φρούτα και με ελληνική σημαία προέλευσης.

Αναδημοσίευση από Groucho Marxism